- χάμπουργκερ
- το, Νάκλ.1. το κιμαδοποιημένο βοδινό κρέας2. πίτα από το παραπάνω κρέας3. σάντουιτς με αυτήν την πίτα και με ποικίλη γαρνιτούρα4. είδος βραστού λουκάνικου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hamburger (steak) < γερμ. Hamburger < Hamburg «Αμβούργο»].
Dictionary of Greek. 2013.